- παλαί-χθων
παλαί-χθων, ονος, von Alters her einheimisch in einem Lande, wie αὐτόχϑων; Ἄρης, Aesch. Spt. 100; παλ. Ἀϑηναίων δῆμος, Ep. ad. 158 ( App. 362).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαί-χθων, ονος, von Alters her einheimisch in einem Lande, wie αὐτόχϑων; Ἄρης, Aesch. Spt. 100; παλ. Ἀϑηναίων δῆμος, Ep. ad. 158 ( App. 362).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαίχθων — παλαίχθων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό χθων)] … Dictionary of Greek