- παλαιο-τόκος
παλαιο-τόκος, die schon längst, vor langer Zeit geboren hat, Aret., Ggstz νεοτόκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιο-τόκος, die schon längst, vor langer Zeit geboren hat, Aret., Ggstz νεοτόκος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωμοτόκος — ον, Α 1. αυτός που γεννά πρόωρα, που αποβάλλει 2. (για τις ωδίνες) αυτός που συνοδεύει πρόωρο τοκετό («θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῑο ὠμοτόκους ὠδῑνας ἀπηρείσαντο λέαιναι», Καλλ.) 3. μτφ. (για αμπέλι) αυτός τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν… … Dictionary of Greek
παλαιοτόκος — παλαιοτόκος, ον (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει γεννήσει από καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + τόκος (< τόκος < τίκτω)] … Dictionary of Greek