παλαιο-ράφος

παλαιο-ράφος

παλαιο-ράφος, , Altflicker.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλαιοράφος — παλαιοράφος, ον (Α) το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο ράφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”