- παλαιό-φρων
παλαιό-φρων, altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιό-φρων, altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιόφρων — παλαιόφρων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek