- παλαιό-πολις
παλαιό-πολις, ἡ, Altstadt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιό-πολις, ἡ, Altstadt, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιόπολη — Όνομα 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Άνδρου, του νομού Κυκλάδων. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Σαμοθράκης, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαμοθράκης. * * * η (Α… … Dictionary of Greek
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
μεθαρμόζω — (Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω) μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.) 2. μέσ. μεθαρμόζομαι… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek