- παλαι-φάμενος
παλαι-φάμενος, = Folgdm, poet. im E. M. 595, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαι-φάμενος, = Folgdm, poet. im E. M. 595, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαιφάμενος — παλαιφάμενος, η, ον (Α) αυτός που έχει λεχθεί από παλιά, παλαίφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + φάμενος, μτχ. τού φημί] … Dictionary of Greek