- παλαι-σταγὴς
παλαι-σταγὴς οἶνος, altfließender, zäher, alter Wein, Nic. Th. 591.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαι-σταγὴς οἶνος, altfließender, zäher, alter Wein, Nic. Th. 591.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλαισταγής — παλαισταγής, ές (Α) φρ. «παλαισταγής οἶνος» κρασί το οποίο, λόγω τής παλαιότητάς του, έχει πηχτώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek