παλαιστικός

παλαιστικός

παλαιστικός, zum Ringen gehörig; ἡ παλαιστικὴ τέχνη, die Ringerkunst, Paus. 1, 19, 3; – ὁ παλαιστικός, der geschickte Ringer, Arist. rhet. 1, 5 u. A.; nach Phryn. 242 die ältere Form für παλαιστρικός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλαιστικός — expert in wrestling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάλη: Παλαιστικοί αγώνες. Ουσ. παλαιστική, η η τέχνη της πάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιστικώτερον — παλαιστικός expert in wrestling adverbial comp παλαιστικός expert in wrestling masc acc comp sg παλαιστικός expert in wrestling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικῶν — παλαιστικός expert in wrestling fem gen pl παλαιστικός expert in wrestling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικόν — παλαιστικός expert in wrestling masc acc sg παλαιστικός expert in wrestling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικαῖς — παλαιστικός expert in wrestling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικοῖς — παλαιστικός expert in wrestling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικοί — παλαιστικός expert in wrestling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικούς — παλαιστικός expert in wrestling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστικῆς — παλαιστικός expert in wrestling fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”