- παλματικός
παλματικός, = παλμικός, Osann auct. lex. p. 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλματικός, = παλμικός, Osann auct. lex. p. 119.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλματικός — παλματικός, ή, όν (Μ) παλμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλμα, ατος (βλ. λ. πάλμα [II]) + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek