πνοιή

πνοιή

πνοιή, , ep. u. ion. statt πνοή, Hom. u. Hes.; dor. πνοιά, Pind. Ol. 3, 33.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πνοιή — ἡ, Α (επικ. τ.) βλ. πνοή …   Dictionary of Greek

  • πνοιῇ — πνοή blowing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοιή — πνοή blowing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοίη — πνοή blowing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνοιῆι — πνοιῇ , πνοή blowing fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HUMERI — an ἀπὸ τῶ ὤμων, quae vox Graecis idem notat; an ab armis, qui idem in quadrupedibus, quod Humeri in homine; an ab humo, quod sicut humus, ita et Humeri, oneri ferendo facti sint? Certe hac inprimis parte onera optime sedent. Unde Humero Messiae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • παλίμπνοιος — παλίμπνοιος, οίη, ον (Α) αυτός που σχηματίζει δίνη, που περιστρέφεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πνοιή / πνοιά (< πνέω), πρβλ. δί πνοιος] …   Dictionary of Greek

  • παλίπνοια — παλίπνοια, ἡ (Μ) η εναλλαγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + πνοιή / πνοία (< πνέω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”