παλιν-άγρετος

παλιν-άγρετος

παλιν-άγρετος, zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… …   Dictionary of Greek

  • πανάγρετος — πανάγρετος, ον (Α) αυτός που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + άγρετος (< ἀγρῶ), πρβλ. παλιν άγρετος] …   Dictionary of Greek

  • πεδάγρετος — ον, Α (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνελήφθη κατά τη φυγή του μετά από καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + άγρετος (< ἀγρῶ «πιάνω, συλλαμβάνω»), πρβλ. παλιν άγρετος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”