- παλιμ-βλαστής
παλιμ-βλαστής, ές, wieder keimend, sprossend, Theophr.; von der Hydra, Eur. Herc. F. 1274.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιμ-βλαστής, ές, wieder keimend, sprossend, Theophr.; von der Hydra, Eur. Herc. F. 1274.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωϊβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που βλαστάνει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής, παλιμ βλαστής] … Dictionary of Greek
υπερβλαστής — ές, Α αυτός που παρουσιάζει έντονη, ζωηρή βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. παλιμ βλαστής] … Dictionary of Greek