- παλιν-δαής
παλιν-δαής, ές, = παλίγγνωστος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-δαής, ές, = παλίγγνωστος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλινδαής — παλινδαής, ές (Α) αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού αμάρτυρου *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek