- παλιν-δρομή
παλιν-δρομή, die Nückkehr, der Rückfall, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-δρομή, die Nückkehr, der Rückfall, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλινδρομή — η (ΑΜ παλινδρομή) παλινδρόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. επι δρομή] … Dictionary of Greek