παλιγ-γενεσία

παλιγ-γενεσία

παλιγ-γενεσία, , Wiedergeburt, Wiederaufleben, Erneuerung; ἐκ ϑανάτου, Long. 3, 4; ἀπ οϑανοῦσα μυῖα ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος ἐξ ὑπαρχῆς γίγνεται, Luc. enc. muscae 7; a. Sp.; Auferstehung, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεογενεσία — η (Α θεογενεσία) η κατά θεόν γέννηση, η αναγέννηση τού ανθρώπου με το μυστήριο τού βαπτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. αει γενεσία παλιγ γενεσία] …   Dictionary of Greek

  • πολυγενεσία — και πολυγένεση, η, Ν (λαογρ.) η παρουσία σε όλα σχεδόν τα σημεία τού κόσμου παραμυθιών και υποκείμενων σε αυτά πίστεων και συνηθειών, που εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους, η οποία αποδίδεται στην κοινή φύση τών ανθρώπων και τών λαών και… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογενεσία — ἡ, Α (για τους αγγέλους) το να έχει γεννηθεί κανείς πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γενεσία (< γενετής < γενετής), πρβλ. παλιγ γενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”