- παλιν-τοκία
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-τοκία, ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιντοκία — παλιντοκία, ἡ (Α) 1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί 2. η παλιγγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τοκία (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ευ τοκία] … Dictionary of Greek