- παλιν-τυχὴς
παλιν-τυχὴς τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Ggstz τυχηρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-τυχὴς τριβὰ βίου, ein entgegengesetztes Geschick bringend, unglücklich, Aesch. Ag. 452, Ggstz τυχηρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιντυχής — παλιντυχής, ές (Α) αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τυχής (< τύχη), πρβλ. ευ τυχής] … Dictionary of Greek
παλιρρύμη — και παλινρύμη, ἡ (Α) 1. η προς τα πίσω κίνηση 2. φρ. «παλιρρύμη τῆς τύχης» η μεταστροφή τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥύμη «ροπή, δύναμη, ορμή»] … Dictionary of Greek
παλιντροπία — παλιντροπία, ἡ (Α) 1. η περιστροφή 2. στον πληθ. αἱ παλιντροπίαι α) μεταβολές τής γνώμης β) μεταβολές τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τροπία (< τρέπω), πρβλ. μετα τροπίαι] … Dictionary of Greek