- παλιν-τυπής
παλιν-τυπής, ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιν-τυπής, ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παλιντυπής — παλιντυπής, ές (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές με χτύπημα από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] … Dictionary of Greek