- προς-χρώννῡμι [2]
προς-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, Sp.; auch φϑαρτικὰς δυνάμεις προςχρωσϑείσας τοῖς ἐδέσμασι, D. Sic. 19, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), anfärben, anstreichen, Sp.; auch φϑαρτικὰς δυνάμεις προςχρωσϑείσας τοῖς ἐδέσμασι, D. Sic. 19, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.