παλεύτρια

παλεύτρια

παλεύτρια, , fem. zum Vorigen, B. A. 59, 6 durch ἡ έξαπατῶσα erklärt; bes. der Lockvogel, VLL.; Locktauben, Arist. H. A. 9, 7; übertr. heißen die Hetären φειδωλοὶ κερμάτων παλεύτριαι, Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] …   Dictionary of Greek

  • παλεύτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίας — παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem acc pl παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτριῶν — παλεύτρια fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίαις — παλεύτρια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύτριαι — παλεύτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίς — παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. παλεύτρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”