- προς-χρίμπτω [2]
προς-χρίμπτω, daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-χρίμπτω, daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους … Dictionary of Greek