παλτός

παλτός

παλτός, geschwungen, πῦρ, der Blitz, Soph. Ant. 131.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλτός — παλτός, ή, όν (Α) [πάλλω] 1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν α) βέλος β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες… …   Dictionary of Greek

  • παλτός — brandished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλτοί — παλτός brandished masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλτά — παλτόν brandished neut nom/voc/acc pl παλτός brandished neut nom/voc/acc pl παλτά̱ , παλτός brandished fem nom/voc/acc dual παλτά̱ , παλτός brandished fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπαλτος — ον, Α (για όπλο) αυτός που πάλλεται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παλτός (< πάλλω), πρβλ. αμφί παλτος] …   Dictionary of Greek

  • παλτῶν — παλτάζω throw a dart fut part act masc voc sg παλτάζω throw a dart fut part act neut nom/voc/acc sg παλτάζω throw a dart fut part act masc nom sg (attic epic ionic) παλτόν brandished neut gen pl παλτός brandished fem gen pl παλτός brandished… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλτόν — brandished neut nom/voc/acc sg παλτός brandished masc acc sg παλτός brandished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπαλτος — δίπαλτος, ον (AM) 1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια 2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾱς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε …   Dictionary of Greek

  • παλτεύω — (Α) (αμφβλ. σημ.) κοπανίζω λινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < παλτός (< πάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • παλτόν — παλτόν, τὸ (Α) βλ. παλτός …   Dictionary of Greek

  • τρίπαλτος — ον, Α αυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + παλτός (< πάλλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”