παν-ίλαος

παν-ίλαος

παν-ίλαος, ganz gnädig, milde, Opp. Hal. 2, 40.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανίλαος — ον, Α γεμάτος ευσπλαχνία και χάρη, ηπιότατος, πραότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵλαος, άλλος τ. τού ίλεως «ευμενής, πράος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”