- παν-ίμερος
παν-ίμερος, ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ίμερος, ganz, sehr ersehnt, reizend; Christod. ecphr. 169; Maneth. 5, 78.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανίμερος — ον, Α 1. εξαιρετικά αξιέραστος, πολύ αγαπητός 2. αυτός που φλέγεται από επιθυμία, που επιθυμεί σφοδρά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἵμερος «πόθος, επιθυμία» (πρβλ. εφ ίμερος)] … Dictionary of Greek