- παν-έορτος
παν-έορτος, ganz, sehr festlich, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-έορτος, ganz, sehr festlich, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανέορτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται παντού ή με μεγάλες τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑορτή (πρβλ. μεθ έορτος)] … Dictionary of Greek