- παν-άθλιος
παν-άθλιος, α, ον, ganz elend, sehr unglücklich; Aesch. Spt. 953 Ch. 684; Soph. Phil. 1015 O. C. 1112; Eur. Andr. 67; Ar. Thesm. 1107; auch in späterer Prosa, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άθλιος, α, ον, ganz elend, sehr unglücklich; Aesch. Spt. 953 Ch. 684; Soph. Phil. 1015 O. C. 1112; Eur. Andr. 67; Ar. Thesm. 1107; auch in späterer Prosa, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανάθλιος — α, ο (Α πανάθλιος, ία, ον) ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος νεοελλ. πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος. επίρρ... παναθλίως (Α) με μεγάλη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθλιος] … Dictionary of Greek
πάμπωρος — πάμπωρος, ον (Α) πάρα πολύ ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πωρος (< πωρός «άθλιος»), βλ. λ. ταλαίπωρος] … Dictionary of Greek
παμπόνηρος — η, ο (ΑΜ παμπόνηρος, ον) πάρα πολύ πονηρός, πάρα πολύ κακός («Παύσων ὁ παμπόνηρος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. τετραπέρατος, διαβολεμένος, πανέξυπνος 2. φρ. «παμπόνηρη αλεπού» ύπουλος άνθρωπος νεοελλ. μσν. αυτός που υποκρίνεται τον αγαθό ενώ στην… … Dictionary of Greek