- παν-άλωτος
παν-άλωτος, Alles fangend, bezwingend, ἄτη, Aesch. Ag. 360.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άλωτος, Alles fangend, bezwingend, ἄτη, Aesch. Ag. 360.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανάλωτος — πανάλωτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που συλλαμβάνει τους πάντες ή τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁλωτός (< ἁλίσκομαι)] … Dictionary of Greek