- παν-άγητος
παν-άγητος, = πανάγαστος, Maneth. 2, 433, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άγητος, = πανάγαστος, Maneth. 2, 433, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανάγητος — πανάγητος, ον (Α) σεβαστός σε υπέρτατο βαθμό, πανσεβάσμιος, πάνσεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγητός (< ἄγαμαι)] … Dictionary of Greek