- παν-άρετος
παν-άρετος, ganz tugendhaft; Luc. Philops. 6; S. Emp. adv. phys. 1, 152. S. Nom. propr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-άρετος, ganz tugendhaft; Luc. Philops. 6; S. Emp. adv. phys. 1, 152. S. Nom. propr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλάρετος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν πλούσιος γεωργός που καταγόταν από την Παφλαγονία. Έζησε τον 8o αι. και διακρίθηκε για τη φιλανθρωπική δράση του. Παντρεύτηκε την εγγονή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ’ του Πορφυρογέννητου, Μαρία, και… … Dictionary of Greek
πολυάρετος — ον, Α αυτός που έχει πολλές αρετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρετή (πρβλ. εν άρετος, παν άρετος)] … Dictionary of Greek