- πανθ-έψης
πανθ-έψης, ὁ, eine Art Kochgefäß, der Allkocher, sartago, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανθ-έψης, ὁ, eine Art Kochgefäß, der Allkocher, sartago, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαλέψης — και ὑελέψης, ὁ Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρασκευάζει την ύαλο, υαλοτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + έψης (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. πανθ έψης] … Dictionary of Greek