παν-θελγής

παν-θελγής

παν-θελγής, ές, allbezaubernd, μίτρη, Nonn. D. 8, 156 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυροθελγής — λυροθελγής, ές (Α) αυτός που θέλγεται από το άκουσμα τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + θελγής (< θέλγω), πρβλ. παν θελγής, φρενο θελγής] …   Dictionary of Greek

  • φρενοθελγής — ές, ΜΑ θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο θελγής, παν θελγής] …   Dictionary of Greek

  • πανθελγής — ές, Α αυτός που τους θέλγει όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θελγής (< θέλγω), πρβλ. πολυ θελγής] …   Dictionary of Greek

  • πολυθελγής — ές, Α πολύ θελκτικός, πολύ μαγευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θελγής (< θέλγω «γοητεύω, μαγεύω»), πρβλ. παν θελγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”