παν-οιζύς

παν-οιζύς

παν-οιζύς, ἑστία, ἡ, ganz unglücklich, Aesch. Ch. 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάνοιζυς — υ, Α πάρα πολύ δυστυχής, αθλιότατος, δυστυχέστατος («ἰὼ πάνοιζυς ἑστία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀϊζύς «αθλιότητα, δυστυχία»] …   Dictionary of Greek

  • Πανέλληνες — οι, ΝΑ όλοι οι Έλληνες, οι Έλληνες στο σύνολο τους, όλο το ελληνικό έθνος («ὡς Πανελλήνων ὀιζὺς ἐς Θάσον συνέδραμεν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + Ἕλληνες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”