- παν-θαύμαστος
παν-θαύμαστος, ganz wunderbar, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-θαύμαστος, ganz wunderbar, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανθαύμαστος — ον, Μ εξαιρετικά θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαυμαστός (πρβλ. αξιο θαύμαστός)] … Dictionary of Greek
πανθαυμάσιος — ον, Μ πανθαύμαστος*, πολύ θαυμαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θαυμάσιος] … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek