- παν-ούριος
παν-ούριος, ganz günstig, vom Winde, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ούριος, ganz günstig, vom Winde, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… … Dictionary of Greek
πανούριος — ον, Α (για άνεμο) εντελώς ούριος, πολύ ευνοϊκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οὔριος (< οὖρος «ευνοϊκός άνεμος»)] … Dictionary of Greek
ώριος — (I) ον, Α νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦρος «ύπνος» (αλλά και ὤρος ἡ νύξ, Ησύχ.)]. (II) ον, Α δωρ. τ. τού ούριος (Ι). (III) ία, ον, θηλ. και ος, Α [ὥρα] (ποιητ. τ.) 1. (κυρίως για καρπούς) αυτός που παράγεται την κατάλληλη εποχή τού έτους 2. (για… … Dictionary of Greek