- παν-οπλότατος
παν-οπλότατος, der allerjüngste, Ap. Rh. 3, 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-οπλότατος, der allerjüngste, Ap. Rh. 3, 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] … Dictionary of Greek