- παν-δώτειρα
παν-δώτειρα, ἡ, = πανδώρα, Beiname der Erde u. der Natur, Orph. H. 9, 25. Das masc. πανδωτήρ, τῆρος, scheint nicht vorzukommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δώτειρα, ἡ, = πανδώρα, Beiname der Erde u. der Natur, Orph. H. 9, 25. Das masc. πανδωτήρ, τῆρος, scheint nicht vorzukommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδώτειρα — ή, Α (ως επίθετο τής γης και τής φύσης) αυτή που παρέχει τα πάντα, που χαρίζει κάθε αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δώτειρα, θηλ. τού δωτήρ] … Dictionary of Greek