- παν-αίσιος
παν-αίσιος, ganz günstig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αίσιος, ganz günstig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παναίσιος — παναίσιος, ία, ον (Α) πάρα πολύ αίσιος, ευνοϊκότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἴσιος] … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek