παμ-μέλας

παμ-μέλας

παμ-μέλας, αινα, αν, ganz schwarz; ταῦροι, Od. 3, 6; ὄϊς, 10, 525. 11, 33; Sp., wie Luc. Prom. in verb. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελαμπόρφυρος — μελαμπόρφυρος, ον (Α) αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι πόρφυρος, παμ πόρφυρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”