- παν-νέφελος
παν-νέφελος, ganz wolkig, Orph. H. 18, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-νέφελος, ganz wolkig, Orph. H. 18, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παννέφελος — ον, Α καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύ νέφελος] … Dictionary of Greek