- παν-αλήμων
παν-αλήμων, ον, ganz umherschweifend, Procl. Hymn. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αλήμων, ον, ganz umherschweifend, Procl. Hymn. 2, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παναλήμων — παναλήμων, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται σε όλα τα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀλήμων «περιφερόμενος» (< ἀλῶμαι)] … Dictionary of Greek