- παν-αλκής
παν-αλκής, ές, allkräftig, mächtig; ϑεοί, Aesch. Spt. 172; öfter in späterer Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αλκής, ές, allkräftig, mächtig; ϑεοί, Aesch. Spt. 172; öfter in späterer Prosa.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερεαλκής — κερεαλκής, ές (Α) αυτός που έχει δυνατά κέρατα («ταῡρος κερεαλκής», Απόλλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αλκής (< αλκή), πρβλ. ετερ αλκής, παν αλκής] … Dictionary of Greek
μεγαλαλκής — μεγαλαλκής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ αλκής, παν αλκής] … Dictionary of Greek
παναλκής — παναλκής, ές (ΑΜ) πανίσχυρος, παντοδύναμος αρχ. (για έμπλαστρα) αυτός που έχει μέγιστη θεραπευτική ιδιότητα ή δύναμη. επίρρ... παναλκῶς (Α) με πανίσχυρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλκής (< ἀλκή «δύναμη»)] … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek