- παν-δαής
παν-δαής, ές, der Alles gelernt hat, sehr gelehrt, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δαής, ές, der Alles gelernt hat, sehr gelehrt, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδαής — ές, Μ πολύ μορφωμένος, παντογνώστης, πάνσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek