- παν-δημεί
παν-δημεί, adv. zu πάνδημος, mit dem ganzen Volke, in Masse; ποτὶ πύργους πανδημεί, πανομιλεὶ στείχουσιν, Aesch. Spt. 278, Eum. 991; ἐπ ῆλϑον βοηϑέοντες πανδημεί, Her. 6, 108, vgl. 9, 37; ἔξοδόν τινα πανδ. ἐποιήσαντο u. ä. oft Thuc.; στρατεύεσϑαι, Plat. Legg. VII, 814 a, wie Dem. 59, 4. 101 u. Folgde; Pol. 2, 2, 7. 4, 16, 11; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.