παν-δοχεύς

παν-δοχεύς

παν-δοχεύς, ὁ, = πανδοκεύς, Pol. 2, 15, 6, und bei Sp. mehr im Gebrauch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικοδοχεύς — οἰκοδοχεύς, έως, ὁ (Α) οικοδέκτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δοχεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, παν δοχεύς] …   Dictionary of Greek

  • πανδοχέας — πανδοχεύς και πανδοκεύς, ό, ΝΑ ιδιοκτήτης πανδοχείου, ξενοδόχος αρχ. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τής μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοχευς / δοκεύς (< δέχομαι), πρβλ. ανα δοχεύς, οικο δοχεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”