- πανδουρίς
πανδουρίς, ίδος, ἡ, = πανδοῦρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδουρίς, ίδος, ἡ, = πανδοῦρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδουρίς — three stringed lute fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδουρίς — ίδος, ἡ Α βλ. πανδοῡρις … Dictionary of Greek
πανδούρις — και πανδουρίς, ίδος, ἡ, ΜΑ [πανδούρα] 1. είδος τρίχορδου μουσικού οργάνου, η πανδούρα 2. πιθ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου … Dictionary of Greek
μπαγλαμάς — Έγχορδο μουσικό όργανο της οικογένειας των ταμπουράδων, γνωστό από την αρχαιότητα, από την οποία μέσω του Βυζαντίου έφτασε στην εποχή μας. Η πανδουρίς των αρχαίων μετονομάστηκε μ. από την τουρκική baglama που σημαίνει «δεσμός» (ligature). Στην… … Dictionary of Greek
PANDURA seu PANDURIUM — PANDURA, seu PANDURIUM aliter apud recentiores, aliter apud veteres Scriptores accipitur, Panduram enim vetustiores trichordum appellavêre, vocemque ipsam acceptam tulêre Assyriis. Pollux, Τρίχορδον δὲ, ὅπερ Α᾿ςςόριοι πανδούραν ὠνόμαζον… … Hofmann J. Lexicon universale
πανδούρα — Αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο με 3 χορδές. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πολυδεύκη το χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ασσύριοι. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζονταν και ορισμένα άλλα όργανα συγγενικά με την κιθάρα. Η π. λέγεται και πανδουράς (ο) και … Dictionary of Greek
ταμπουράς — Έγχορδο μουσικό όργανο, από τα αρχαιότερα και λαϊκότερα της ελληνικής οργανολογίας. Η αρχαία ονομασία του είναι πανδουρίς, πανδούρα, φανδούρος, θαβούρα, θαμβούριν και ταμπούριν· τον συναντάμε στα Ακριτικά Έπη (9ος 11ος αι.) ως ταμπούραν. Ο τ.… … Dictionary of Greek