παν-δακέτης

παν-δακέτης

παν-δακέτης, , Alles beißend, sehr bissig; Κάτων, Ep. ad. 608 (App. 309); Plut. Cat. mai. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανδακέτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Κάτωνος) αυτός που δαγκώνει όλους ή ο πολύ δηκτικός, δηκτικότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δακέτης (< θ. δακ , πρβλ. ἔ δακ ον, αόρ. τού δάκνω «δαγκώνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”