- παν-δαισία
παν-δαισία, ἡ, vollständiges Gastmahl, nach Harpocr., der es aus Is. u. Comic. citirt, τὸ πάντα ἔχειν ἄφϑονα καὶ μηδὲν ἐλλείπειν ἐν τῇ δαιτί; vgl. Schol. Ar. Pax 565; οἴκατε πανδαισίῃ τελείῃ εἷστιῆσϑαι, Her. 5, 20; Sp., wie Plut. non posse 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.