παν-δείμαντος

παν-δείμαντος

παν-δείμαντος, allgefürchtet, die Parzen, poet, bei Stob. ecl. phys. 1 p. 174.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανδείμαντος — ον, Α αυτός που προκαλεί φόβο σε όλους, ο φοβερός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δειμαίνω «φοβάμαι» (πρβλ. α δείμαντος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”