πανακίτης, οἶνος, ὁ, Wein mit dem Kraute πάνακες abgezogen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανακίτης — πανακίτης, ὁ (Α) οίνος παρασκευασμένος από το φυτό πάνακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανακής + επίθημα ίτης] … Dictionary of Greek
πανακίτης — πανακί̱της , πανακίτης prepared with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)