παμ-μιγής

παμ-μιγής

παμ-μιγής, ές, allgemischt, aus allen gemischt; τὰ πολλὰ βέλεα παμμιγῆ, Aesch. Pers. 261; Sp., παρασκευή, Luc. de salt. 68; Plut. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • θηριομιγής — θηριομιγής, ές (Μ) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το άλλο ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιγής (< μείγνυ μι), πρβλ. α μιγής, παμ μιγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”